Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθύμαλλος
βαθυμῆτα
βαθῡ́νω
βαθύξυλος
βαθυπέδιος
βαθυπλόκαμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύς
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύσχοινος
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθυχαίτης
View word page
βαθύ-ρριζος
βαθύρριζοςονadjῥίζα of a treewith deep rootsS. AR.

ShortDef

deep-rooted

Debugging

Headword:
βαθύρριζος
Headword (normalized):
βαθύρριζος
Headword (normalized/stripped):
βαθυρριζος
IDX:
7150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7151
Key:
βαθύρριζος

Data

{'headword_display': '<b>βαθύ-ρριζος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθύ<hyph/>ρριζος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥίζα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tree</Indic><Tr>with deep roots</Tr><Au>S. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθύρριζος'}