Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθυλήιος
βαθύμαλλος
βαθυμῆτα
βαθῡ́νω
βαθύξυλος
βαθυπέδιος
βαθυπλόκαμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύς
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύσχοινος
βαθύφρων
βαθύφυλλος
View word page
βαθυ-ρρείων
βαθυρρείωνοντοςmasc.ptcpl.adj of riversdeep-flowingAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαθυρρείων
Headword (normalized):
βαθυρρείων
Headword (normalized/stripped):
βαθυρρειων
IDX:
7149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7150
Key:
βαθυρρείων

Data

{'headword_display': '<b>βαθυ-ρρείων</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βαθυ<hyph/>ρρείων</HL><Infl>οντος</Infl><PS>masc.ptcpl.adj</PS></HG> <nS1><Indic>of rivers</Indic><Tr>deep-flowing</Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βαθυρρείων'}