Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήιος
βαθύμαλλος
βαθυμῆτα
βαθῡ́νω
βαθύξυλος
βαθυπέδιος
βαθυπλόκαμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύς
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύσχοινος
View word page
βαθυ-πόλεμος
βαθυπόλεμοςονadj epith. of Aressteeped in warPi.

ShortDef

plunged deep in war

Debugging

Headword:
βαθυπόλεμος
Headword (normalized):
βαθυπόλεμος
Headword (normalized/stripped):
βαθυπολεμος
IDX:
7147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7148
Key:
βαθυπόλεμος

Data

{'headword_display': '<b>βαθυ-πόλεμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθυ<hyph/>πόλεμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>epith. of Ares</Indic><Tr>steeped in war</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθυπόλεμος'}