Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήιος
βαθύμαλλος
βαθυμῆτα
βαθῡ́νω
βαθύξυλος
βαθυπέδιος
βαθυπλόκαμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύς
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύσπορος
View word page
βαθυ-πλόκαμος
βαθυπλόκαμοςονadj of women, female deitieswith thick locks of hairB. AR. Mosch.

ShortDef

with thick hair

Debugging

Headword:
βαθυπλόκαμος
Headword (normalized):
βαθυπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
βαθυπλοκαμος
IDX:
7145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7146
Key:
βαθυπλόκαμος

Data

{'headword_display': '<b>βαθυ-πλόκαμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθυ<hyph/>πλόκαμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of women, female deities</Indic><Tr>with thick locks of hair</Tr><Au>B. AR. Mosch.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθυπλόκαμος'}