Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθύθριξ
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήιος
βαθύμαλλος
βαθυμῆτα
βαθῡ́νω
βαθύξυλος
βαθυπέδιος
βαθυπλόκαμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύς
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
View word page
βαθυ-πέδιος
βαθυπέδιοςονadjπεδίον of Nemeaof the low-lying plainbeneath mountain slopesPi.

ShortDef

with deep plain

Debugging

Headword:
βαθυπέδιος
Headword (normalized):
βαθυπέδιος
Headword (normalized/stripped):
βαθυπεδιος
IDX:
7144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7145
Key:
βαθυπέδιος

Data

{'headword_display': '<b>βαθυ-πέδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθυ<hyph/>πέδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πεδίον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Nemea</Indic><Tr>of the low-lying plain<Expl>beneath mountain slopes</Expl></Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθυπέδιος'}