Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήιος
βαθύμαλλος
βαθυμῆτα
βαθῡ́νω
βαθύξυλος
βαθυπέδιος
βαθυπλόκαμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύς
βαθυσκαφής
View word page
βαθύ-ξυλος
βαθύξυλοςονadjξύλον transf.epith., of the foliage of a wooddensely timberedE. of a pyrepiled high with logsB.

ShortDef

with deep wood

Debugging

Headword:
βαθύξυλος
Headword (normalized):
βαθύξυλος
Headword (normalized/stripped):
βαθυξυλος
IDX:
7143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7144
Key:
βαθύξυλος

Data

{'headword_display': '<b>βαθύ-ξυλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθύ<hyph/>ξυλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ξύλον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>transf.epith., of the foliage of a wood</Indic><Tr>densely timbered</Tr><Au>E.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a pyre</Indic><Tr>piled high with logs</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθύξυλος'}