Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθύδενδρος
βαθυδῑνήεις
βαθυδῑ́νης
βαθύδοξος
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήιος
βαθύμαλλος
βαθυμῆτα
βαθῡ́νω
βαθύξυλος
βαθυπέδιος
βαθυπλόκαμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
View word page
βαθυ-λήιος
βαθυλήιοςονadjλήιον of an islandwith rich cropsAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαθυλήιος
Headword (normalized):
βαθυλήιος
Headword (normalized/stripped):
βαθυληιος
IDX:
7139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7140
Key:
βαθυλήιος

Data

{'headword_display': '<b>βαθυ-λήιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθυ<hyph/>λήιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λήιον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an island</Indic><Tr>with rich crops</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθυλήιος'}