Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθύγεως
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδῑνήεις
βαθυδῑ́νης
βαθύδοξος
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήιος
βαθύμαλλος
βαθυμῆτα
βαθῡ́νω
βαθύξυλος
βαθυπέδιος
βαθυπλόκαμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
View word page
βαθύ-λειμος
βαθύλειμοςονadjreltd. λειμώνof a citywith rich meadowsIl.

ShortDef

with deep, rich meadows

Debugging

Headword:
βαθύλειμος
Headword (normalized):
βαθύλειμος
Headword (normalized/stripped):
βαθυλειμος
IDX:
7137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7138
Key:
βαθύλειμος

Data

{'headword_display': '<b>βαθύ-λειμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθύ<hyph/>λειμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd. <Ref>λειμών</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a city</Indic><Tr>with rich meadows</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθύλειμος'}