Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαθέως
βᾶθι
βάθιστος
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθύβουλος
βαθύγεως
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδῑνήεις
βαθυδῑ́νης
βαθύδοξος
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθύλειμος
βαθυλείμων
βαθυλήιος
View word page
βαθύ-δενδρος
βαθύδενδροςονadjδένδρεον of grounddensely woodedLyr.adesp.

ShortDef

deep-wooded

Debugging

Headword:
βαθύδενδρος
Headword (normalized):
βαθύδενδρος
Headword (normalized/stripped):
βαθυδενδρος
IDX:
7129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7130
Key:
βαθύδενδρος

Data

{'headword_display': '<b>βαθύ-δενδρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθύ<hyph/>δενδρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δένδρεον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ground</Indic><Tr>densely wooded</Tr><Au>Lyr.adesp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθύδενδρος'}