Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βάζω
βαθέως
βᾶθι
βάθιστος
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθύβουλος
βαθύγεως
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδῑνήεις
βαθυδῑ́νης
βαθύδοξος
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθύλειμος
βαθυλείμων
View word page
βαθυ-δείελος
βαθυδείελοςονadj of a city, on Keosapp.steeped in evening sunshineB.

ShortDef

steeped in sunshine

Debugging

Headword:
βαθυδείελος
Headword (normalized):
βαθυδείελος
Headword (normalized/stripped):
βαθυδειελος
IDX:
7128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7129
Key:
βαθυδείελος

Data

{'headword_display': '<b>βαθυ-δείελος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαθυ<hyph/>δείελος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a city, on Keos</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>steeped in evening sunshine</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαθυδείελος'}