Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βᾶθι
βάθιστος
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθύβουλος
βαθύγεως
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδῑνήεις
βαθυδῑ́νης
βαθύδοξος
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
View word page
βαθύ-βουλος
βαθύβουλοςονadjβαθύςβουλή of thinkingwith deep deliberationΑ.

ShortDef

deep-counselling

Debugging

Headword:
βαθύβουλος
Headword (normalized):
βαθύβουλος
Headword (normalized/stripped):
βαθυβουλος
IDX:
7126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7127
Key:
βαθύβουλος

Data

{'headword_display': '<b>βαθύ-βουλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βαθύ<hyph/>βουλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βαθύς</Ref><Ref>βουλή</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of thinking</Indic><Tr>with deep deliberation</Tr><Au>Α.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βαθύβουλος'}