Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βάδισμα
βαδισμός
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βᾶθι
βάθιστος
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθύβουλος
βαθύγεως
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδῑνήεις
βαθυδῑ́νης
βαθύδοξος
βαθύζωνος
View word page
βαθμός
βαθμόςοῦmβαίνω step, paceas a measure of distancePlb.rankin social standingNT.

ShortDef

a step

Debugging

Headword:
βαθμός
Headword (normalized):
βαθμός
Headword (normalized/stripped):
βαθμος
IDX:
7123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7124
Key:
βαθμός

Data

{'headword_display': '<b>βαθμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βαθμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>βαίνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>step, pace<Expl>as a measure of distance</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1><nS1><Tr>rank<Expl>in social standing</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βαθμός'}