Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
βαδίζω
βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βᾶθι
βάθιστος
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθύβουλος
βαθύγεως
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδῑνήεις
βαθυδῑ́νης
View word page
βάθιστος
βάθιστος
ep.superl.adj.
see
βαθύς
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βάθιστος
Headword (normalized):
βάθιστος
Headword (normalized/stripped):
βαθιστος
IDX:
7121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7122
Key:
βάθιστος
Data
{'headword_display': '<b>βάθιστος</b>', 'content': '<XE><RefFm>βάθιστος<LblR>ep.superl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βαθύς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βάθιστος'}