Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βάγματα
βάδην
βαδίζω
βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βᾶθι
βάθιστος
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθύβουλος
βαθύγεως
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
View word page
βαθέως
βαθέωςadvβαθίονdial.compar.advsee underβαθύς

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαθέως
Headword (normalized):
βαθέως
Headword (normalized/stripped):
βαθεως
IDX:
7119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7120
Key:
βαθέως

Data

{'headword_display': '<b>βαθέως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βαθέως</HL><PS>adv</PS></HG><HG><HL>βαθίον</HL><PS>dial.compar.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>βαθύς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βαθέως'}