Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαβράζω
Βαβυλών
βάγματα
βάδην
βαδίζω
βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βᾶθι
βάθιστος
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθύβουλος
βαθύγεως
View word page
βάδος
βάδοςουmreltd.βάδην act of walkingwalkAr.

ShortDef

a walk

Debugging

Headword:
βάδος
Headword (normalized):
βάδος
Headword (normalized/stripped):
βαδος
IDX:
7117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7118
Key:
βάδος

Data

{'headword_display': '<b>βάδος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βάδος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>reltd.<Ref>βάδην</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>act of walking</Def><Tr>walk</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βάδος'}