Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαβαί
βαβράζω
Βαβυλών
βάγματα
βάδην
βαδίζω
βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βᾶθι
βάθιστος
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθύβουλος
View word page
βαδιστικός
βαδιστικόςή όνadjof a personof the kind who likes walkingAr.

ShortDef

good at walking

Debugging

Headword:
βαδιστικός
Headword (normalized):
βαδιστικός
Headword (normalized/stripped):
βαδιστικος
IDX:
7116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7117
Key:
βαδιστικός

Data

{'headword_display': '<b>βαδιστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βαδιστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>of the kind who likes walking</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βαδιστικός'}