Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βᾶ
βαβαί
βαβράζω
Βαβυλών
βάγματα
βάδην
βαδίζω
βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βᾶθι
βάθιστος
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
View word page
βαδιστής
βαδιστήςοῦm steady runnerE.

ShortDef

a goer

Debugging

Headword:
βαδιστής
Headword (normalized):
βαδιστής
Headword (normalized/stripped):
βαδιστης
IDX:
7115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7116
Key:
βαδιστής

Data

{'headword_display': '<b>βαδιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βαδιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>steady runner</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βαδιστής'}