Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγχώμαλος
βᾶ
βᾶ
βαβαί
βαβράζω
Βαβυλών
βάγματα
βάδην
βαδίζω
βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βᾶθι
βάθιστος
βαθμίς
βαθμός
View word page
βάδισμα
βάδισμαατοςn manner of walkingwalk, gaitX. D.

ShortDef

walk, gait

Debugging

Headword:
βάδισμα
Headword (normalized):
βάδισμα
Headword (normalized/stripped):
βαδισμα
IDX:
7113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7114
Key:
βάδισμα

Data

{'headword_display': '<b>βάδισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βάδισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>manner of walking</Def><Tr>walk, gait</Tr><Au>X. D.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'βάδισμα'}