Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγχιστήρ
ἀγχιστῖνοι
ἄγχιστος
ἀγχίστροφος
ἀγχιτέρμων
ἀγχιτόκος
ἀγχόθεν
ἀγχόμορος
ἀγχόνη
ἀγχόνιος
ἀγχότερος
ἀγχοῦ
ἄγχουρος
ἄγχω
ἀγχώμαλος
βᾶ
βᾶ
βαβαί
βαβράζω
Βαβυλών
βάγματα
View word page
ἀγχότερος
ἀγχότεροςη ονIon.compar.adjἀγχοῦ nearerw.gen.to sthg.Hdt.

ShortDef

nearer

Debugging

Headword:
ἀγχότερος
Headword (normalized):
ἀγχότερος
Headword (normalized/stripped):
αγχοτερος
IDX:
7099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7100
Key:
ἀγχότερος

Data

{'headword_display': '<b>ἀγχότερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγχότερος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>Ion.compar.adj</PS><Ety><Ref>ἀγχοῦ</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>nearer<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>to sthg.</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγχότερος'}