Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγχέμαχος
ἀγχηστῖνοι
ἄγχι
ἀγχίαλος
ἀγχιβαθής
ἀγχιγείτων
ἀγχίγυος
ἀγχίδομος
ἀγχίθεος
ἀγχίθυρος
ἀγχιμαχηταί
ἀγχίμολος
ἀγχίνοια
ἀγχίνοος
ἀγχίπλους
ἀγχίπτολις
ἀγχίρροος
Ἀγχῑ́σης
ἄγχιστα
ἀγχιστείᾱ
ἀγχιστεῖα
View word page
ἀγχι-μαχηταί
ἀγχι-μαχηταίῶνmasc.pl.adjμαχητής skilled in fighting at close quartersIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγχιμαχηταί
Headword (normalized):
ἀγχιμαχηταί
Headword (normalized/stripped):
αγχιμαχηται
IDX:
7076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7077
Key:
ἀγχιμαχηταί

Data

{'headword_display': '<b>ἀγχι-μαχηταί</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγχι-μαχηταί</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>masc.pl.adj</PS><Ety><Ref>μαχητής</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>skilled in fighting at close quarters</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγχιμαχηταί'}