Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποκλύζω
ἀποκμητέον
ἀποκναίω
ἀγρότᾱς
ἀγρότειρα
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγρῡξίᾱ
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνίᾱ
ἄγρυπνος
ἀγρώσσω
ἀγρώστης
ἄγρωστις
ἄγυια
ἀγυιᾱ́τᾱς
Ἀγυιεύς
ἀγυμνασίᾱ
ἀγύμναστος
View word page
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνητικόςή όνadj of geesesleepless, wakefulPlu.

ShortDef

wakeful

Debugging

Headword:
ἀγρυπνητικός
Headword (normalized):
ἀγρυπνητικός
Headword (normalized/stripped):
αγρυπνητικος
IDX:
7049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7050
Key:
ἀγρυπνητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀγρυπνητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγρυπνητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of geese</Indic><Tr>sleepless, wakeful</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγρυπνητικός'}