Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποκληρόω
ἀπόκλῃσις
ἀπόκλητος
ἀποκλῄω
ἀποκλῑ́νω
ἀπόκλισις
ἀποκλύζω
ἀποκμητέον
ἀποκναίω
ἀγρότᾱς
ἀγρότειρα
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγρῡξίᾱ
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνίᾱ
ἄγρυπνος
ἀγρώσσω
ἀγρώστης
View word page
ἀγρότειρα
ἀγρότειραfem.adjsee underἀγροτήρ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγρότειρα
Headword (normalized):
ἀγρότειρα
Headword (normalized/stripped):
αγροτειρα
IDX:
7043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7044
Key:
ἀγρότειρα

Data

{'headword_display': '<b>ἀγρότειρα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀγρότειρα</HL><PS>fem.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>ἀγροτήρ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀγρότειρα'}