Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποκατατίθεμαι
ἀποκάτημαι
ἀποκαυλίζω
ἀποκᾱ́ω
ἀποκεάζω
ἀποκεδάννῡμι
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκερδαίνω
ἀποκεφαλίζω
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκίδναμαι
ἀποκίκω
ἀποκινδῡνεύω
ἀποκῑνέω
ἀπόκῑνος
ἀποκλάζω
View word page
ἀπο-κεφαλίζω
ἀποκεφαλίζωvbκεφαλή beheadsomeoneNT.

ShortDef

behead

Debugging

Headword:
ἀποκεφαλίζω
Headword (normalized):
ἀποκεφαλίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκεφαλιζω
IDX:
7014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7015
Key:
ἀποκεφαλίζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-κεφαλίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>κεφαλίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>κεφαλή</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>behead</Tr><Obj>someone<Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποκεφαλίζω'}