Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποκαρτερέω
ἀποκατάστασις
ἀποκατατίθεμαι
ἀποκάτημαι
ἀποκαυλίζω
ἀποκᾱ́ω
ἀποκεάζω
ἀποκεδάννῡμι
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκερδαίνω
ἀποκεφαλίζω
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκίδναμαι
ἀποκίκω
ἀποκινδῡνεύω
ἀποκῑνέω
View word page
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκαλυμμένωςpf.mid.pass.ptcpl.advsee underἀποκαλύπτω

ShortDef

openly

Debugging

Headword:
ἀποκεκαλυμμένως
Headword (normalized):
ἀποκεκαλυμμένως
Headword (normalized/stripped):
αποκεκαλυμμενως
IDX:
7012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7013
Key:
ἀποκεκαλυμμένως

Data

{'headword_display': '<b>ἀποκεκαλυμμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀποκεκαλυμμένως</HL><PS>pf.mid.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>ἀποκαλύπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀποκεκαλυμμένως'}