Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀποκαπύω
ἀποκαρᾱδοκέω
ἀποκαρτερέω
ἀποκατάστασις
ἀποκατατίθεμαι
ἀποκάτημαι
ἀποκαυλίζω
ἀποκᾱ́ω
ἀποκεάζω
ἀποκεδάννῡμι
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκερδαίνω
ἀποκεφαλίζω
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
View word page
ἀπο-κεάζω
ἀποκεάζωvbep.aor.ptcpl.tm.
ἀπὸ ... κεάσσᾱς
cut offsomeone's handsAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποκεάζω
Headword (normalized):
ἀποκεάζω
Headword (normalized/stripped):
αποκεαζω
IDX:
7008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7009
Key:
ἀποκεάζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-κεάζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>κεάζω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.aor.ptcpl.<Expl>tm.</Expl></Lbl><Form>ἀπὸ ... κεάσσᾱς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>cut off</Tr><Obj>someone's hands<Au>AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀποκεάζω'}