Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀποκαπύω
ἀποκαρᾱδοκέω
ἀποκαρτερέω
ἀποκατάστασις
ἀποκατατίθεμαι
ἀποκάτημαι
ἀποκαυλίζω
ἀποκᾱ́ω
ἀποκεάζω
ἀποκεδάννῡμι
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκερδαίνω
ἀποκεφαλίζω
ἀποκηδεύω
View word page
ἀπο-κάτημαι
ἀποκάτημαιIon.mid.vb3pl.
ἀποκατέαται
of disgraced personssit in isolationHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποκάτημαι
Headword (normalized):
ἀποκάτημαι
Headword (normalized/stripped):
αποκατημαι
IDX:
7005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7006
Key:
ἀποκάτημαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-κάτημαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>κάτημαι</HL><PS>Ion.mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>3pl.</Lbl><Form>ἀποκατέαται</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of disgraced persons</Indic><Tr>sit in isolation</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποκάτημαι'}