Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαίω
ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀποκαπύω
ἀποκαρᾱδοκέω
ἀποκαρτερέω
ἀποκατάστασις
ἀποκατατίθεμαι
ἀποκάτημαι
ἀποκαυλίζω
ἀποκᾱ́ω
ἀποκεάζω
ἀποκεδάννῡμι
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
View word page
ἀπο-καρτερέω
ἀποκαρτερέωcontr.vb abstain completelyfr. foodstarve oneself to deathPlu.

ShortDef

to kill oneself by abstinence

Debugging

Headword:
ἀποκαρτερέω
Headword (normalized):
ἀποκαρτερέω
Headword (normalized/stripped):
αποκαρτερεω
IDX:
7002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7003
Key:
ἀποκαρτερέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-καρτερέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>καρτερέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>abstain completely<Expl>fr. food</Expl></Def><vS2><Tr>starve oneself to death</Tr><Au>Plu.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποκαρτερέω'}