Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἄργος
Ἄργος
ἀργυράγχη
ἀργυραμοιβός
ἀργυράσπιδες
ἀργύρειος
ἀργύρεος
ἀργυρήλατος
ἀργυρῑ́διον
ἀργυρίζομαι
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργύριος
ἀργυρίς
ἀργυρῖτις
ἀργυρογνώμων
ἀργυροδῑ́νης
ἀργυροειδής
ἀργυρόηλος
ἀργυροκοπεῖον
ἀργυροκόπος
View word page
ἀργυρικός
ἀργυρικόςή όνadj of penaltiesmonetaryPlu.

ShortDef

of, for

Debugging

Headword:
ἀργυρικός
Headword (normalized):
ἀργυρικός
Headword (normalized/stripped):
αργυρικος
IDX:
699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-700
Key:
ἀργυρικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀργυρικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀργυρικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of penalties</Indic><Tr>monetary</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀργυρικός'}