Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποίχομαι
ἀποκαθαίρω
ἀποκάθαρσις
ἀποκαθίζω
ἀποκαθιστάνω
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαίω
ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀποκαπύω
ἀποκαρᾱδοκέω
ἀποκαρτερέω
ἀποκατάστασις
View word page
ἀπο-καίριος
ἀποκαίριοςονadj of an activityill-timed, inappropriateS.

ShortDef

unseasonable

Debugging

Headword:
ἀποκαίριος
Headword (normalized):
ἀποκαίριος
Headword (normalized/stripped):
αποκαιριος
IDX:
6993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6994
Key:
ἀποκαίριος

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-καίριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀπο<hyph/>καίριος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an activity</Indic><Tr>ill-timed, inappropriate</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀποκαίριος'}