Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποικτίζομαι
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποίχομαι
ἀποκαθαίρω
ἀποκάθαρσις
ἀποκαθίζω
ἀποκαθιστάνω
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαίω
ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀποκαπύω
ἀποκαρᾱδοκέω
ἀποκαρτερέω
View word page
ἀπο-καίνυμαι
ἀποκαίνυμαιmid.vb far surpasssomeonests. w.dat.in a contestOd. AR.

ShortDef

to surpass

Debugging

Headword:
ἀποκαίνυμαι
Headword (normalized):
ἀποκαίνυμαι
Headword (normalized/stripped):
αποκαινυμαι
IDX:
6992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6993
Key:
ἀποκαίνυμαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-καίνυμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>καίνυμαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>far surpass</Tr><Obj>someone<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>in a contest</Expl><Au>Od. AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποκαίνυμαι'}