Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποθῡ́ω
ἀποθωμάζω
ἀποίητος
ἀποικέω
ἀποικίᾱ
ἀποικίζω
ἀποικίς
ἀποικισμός
ἀποικοδομέω
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποίχομαι
ἀποκαθαίρω
ἀποκάθαρσις
ἀποκαθίζω
ἀποκαθιστάνω
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
View word page
ἀπ-οικτίζομαι
ἀποικτίζομαιmid.vb bitterly bemoanone's afflictionsHdt.

ShortDef

to complain loudly of

Debugging

Headword:
ἀποικτίζομαι
Headword (normalized):
ἀποικτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αποικτιζομαι
IDX:
6982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6983
Key:
ἀποικτίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπ-οικτίζομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπ<hyph/>οικτίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>bitterly bemoan</Tr><Obj>one's afflictions<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀποικτίζομαι'}