Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀργολίζω
Ἀργολίς
Ἀργοναύτης
ᾱ̓ργοποιός
ἀργός
ᾱ̓ργός
ἄργος
Ἄργος
Ἄργος
ἀργυράγχη
ἀργυραμοιβός
ἀργυράσπιδες
ἀργύρειος
ἀργύρεος
ἀργυρήλατος
ἀργυρῑ́διον
ἀργυρίζομαι
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργύριος
ἀργυρίς
View word page
ἀργυρ-αμοιβός
ἀργυραμοιβόςοῦm money-changerPl. Theoc.

ShortDef

a money-changer, banker

Debugging

Headword:
ἀργυραμοιβός
Headword (normalized):
ἀργυραμοιβός
Headword (normalized/stripped):
αργυραμοιβος
IDX:
692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-693
Key:
ἀργυραμοιβός

Data

{'headword_display': '<b>ἀργυρ-αμοιβός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀργυρ<hyph/>αμοιβός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>money-changer</Tr><Au>Pl. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀργυραμοιβός'}