Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποδιατρῑ́βω
ἀποδιδρᾱ́σκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀποδῑνέω
ἀποδίομαι
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιορίζω
ἀποδιώκω
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμαστέος
ἄποδος
ἀπόδοσις
ἀποδοτέος
ἀποδοχή
ἀποδοχμόω
ἀποδραμεῖν
View word page
ἀπο-διορίζω
ἀποδιορίζωvb isolate by means of a definitioncharacteristic qualities of living creaturesArist.

ShortDef

to mark off by dividing, to separate

Debugging

Headword:
ἀποδιορίζω
Headword (normalized):
ἀποδιορίζω
Headword (normalized/stripped):
αποδιοριζω
IDX:
6909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6910
Key:
ἀποδιορίζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-διορίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>διορίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>isolate by means of a definition</Tr><Obj>characteristic qualities of living creatures<Au>Arist.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποδιορίζω'}