Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποδημίᾱ
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρῑ́βω
ἀποδιδρᾱ́σκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀποδῑνέω
ἀποδίομαι
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιορίζω
ἀποδιώκω
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμαστέος
ἄποδος
ἀπόδοσις
ἀποδοτέος
View word page
ἀπο-δίομαι
ἀποδίομαιmid.vbδίομαι1ep.aor.subj.
ᾱ̓ποδίωμαι
chase awaysomeonew.prep.phr.fr. battleIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδίομαι
Headword (normalized):
ἀποδίομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδιομαι
IDX:
6906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6907
Key:
ἀποδίομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-δίομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>δίομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>δίομαι<Hm>1</Hm></Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>ep.aor.subj.</Lbl><Form>ᾱ̓ποδίωμαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>chase away</Tr><Obj>someone<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>fr. battle</Expl><Au>Il.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποδίομαι'}