Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημίᾱ
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρῑ́βω
ἀποδιδρᾱ́σκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀποδῑνέω
ἀποδίομαι
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιορίζω
ἀποδιώκω
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμαστέος
ἄποδος
View word page
ἀπο-δικέω
ἀποδικέωcontr.vbδίκη plead in one's defenceX.

ShortDef

to defend oneself on trial

Debugging

Headword:
ἀποδικέω
Headword (normalized):
ἀποδικέω
Headword (normalized/stripped):
αποδικεω
IDX:
6904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6905
Key:
ἀποδικέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-δικέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>δικέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δίκη</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>plead in one's defence</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀποδικέω'}