Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέφομαι
ἀποδεχθείς
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδηλόω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημίᾱ
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρῑ́βω
ἀποδιδρᾱ́σκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀποδῑνέω
View word page
ἀποδημητικός
ἀποδημητικόςή όνadj of the banishment of a magistrateabroadArist.

ShortDef

fond of travelling

Debugging

Headword:
ἀποδημητικός
Headword (normalized):
ἀποδημητικός
Headword (normalized/stripped):
αποδημητικος
IDX:
6895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6896
Key:
ἀποδημητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀποδημητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀποδημητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the banishment of a magistrate</Indic><Tr>abroad</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀποδημητικός'}