Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποδερματόομαι
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέφομαι
ἀποδεχθείς
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδηλόω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημίᾱ
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρῑ́βω
ἀποδιδρᾱ́σκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
View word page
ἀποδημητής
ἀποδημητήςοῦm one who goes abroadtravellerTh.

ShortDef

one who goes abroad

Debugging

Headword:
ἀποδημητής
Headword (normalized):
ἀποδημητής
Headword (normalized/stripped):
αποδημητης
IDX:
6894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6895
Key:
ἀποδημητής

Data

{'headword_display': '<b>ἀποδημητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀποδημητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who goes abroad</Def><Tr>traveller</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀποδημητής'}