Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποδεκατόω
ἀποδέκομαι
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδέξασθαι
ἀποδέξασθαι
ἀπόδεξις
ἀποδερματόομαι
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέφομαι
ἀποδεχθείς
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδηλόω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημίᾱ
ἀπόδημος
View word page
ἀπο-δέφομαι
ἀποδέφομαιmid.vb3sg.aor.tm.
ἀπὸ ... ἐδέψατο
of a manknead oneselfmasturbateHippon.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδέφομαι
Headword (normalized):
ἀποδέφομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδεφομαι
IDX:
6887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6888
Key:
ἀποδέφομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-δέφομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>δέφομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>3sg.aor.<Expl>tm.</Expl></Lbl><Form>ἀπὸ ... ἐδέψατο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a man</Indic><Def>knead oneself</Def><Tr>masturbate</Tr><Au>Hippon.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποδέφομαι'}