Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποδείρω
ἀποδεκατόω
ἀποδέκομαι
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδέξασθαι
ἀποδέξασθαι
ἀπόδεξις
ἀποδερματόομαι
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέφομαι
ἀποδεχθείς
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδηλόω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημίᾱ
View word page
ἀπό-δεσμος
ἀπόδεσμοςουmδεσμός that which is tied upbundleof ragsPlu.

ShortDef

a breastband, girdle

Debugging

Headword:
ἀπόδεσμος
Headword (normalized):
ἀπόδεσμος
Headword (normalized/stripped):
αποδεσμος
IDX:
6886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6887
Key:
ἀπόδεσμος

Data

{'headword_display': '<b>ἀπό-δεσμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπό<hyph/>δεσμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δεσμός</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>that which is tied up</Def><nS2><Tr>bundle<Expl>of rags</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἀπόδεσμος'}