Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόδειξις
ἀποδειροτομέω
ἀποδείρω
ἀποδεκατόω
ἀποδέκομαι
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδέξασθαι
ἀποδέξασθαι
ἀπόδεξις
ἀποδερματόομαι
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέφομαι
ἀποδεχθείς
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδηλόω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
View word page
ἀπο-δερματόομαι
ἀποδερματόομαιpass.contr.vbδέρμα of shieldslose the leather coveringdue to rotPlb.

ShortDef

to have their leather covering destroyed

Debugging

Headword:
ἀποδερματόομαι
Headword (normalized):
ἀποδερματόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδερματοομαι
IDX:
6884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6885
Key:
ἀποδερματόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-δερματόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>δερματόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>δέρμα</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of shields</Indic><Tr>lose the leather covering<Expl>due to rot</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποδερματόομαι'}