Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνῡμι
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίᾱσις
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειροτομέω
ἀποδείρω
ἀποδεκατόω
ἀποδέκομαι
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδέξασθαι
ἀποδέξασθαι
ἀπόδεξις
ἀποδερματόομαι
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέφομαι
ἀποδεχθείς
View word page
ἀποδέκομαι
ἀποδέκομαιIon.mid.vbἀποδεκτέονneut.impers.vbl. adj.seeἀποδέχομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδέκομαι
Headword (normalized):
ἀποδέκομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδεκομαι
IDX:
6878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6879
Key:
ἀποδέκομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀποδέκομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀποδέκομαι</HL><PS>Ion.mid.vb</PS></HG><RefFm>ἀποδεκτέον<LblR>neut.impers.vbl. adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀποδέχομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀποδέκομαι'}