Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποδασμός
ἀποδατέομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδρᾱκα
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνῡμι
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίᾱσις
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειροτομέω
ἀποδείρω
ἀποδεκατόω
ἀποδέκομαι
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδέξασθαι
ἀποδέξασθαι
View word page
ἀποδειλίᾱσις
ἀποδειλίᾱσιςεωςfἀποδειλιάω cowardicePlb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδειλίᾱσις
Headword (normalized):
ἀποδειλίᾱσις
Headword (normalized/stripped):
αποδειλιασις
IDX:
6872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6873
Key:
ἀποδειλίᾱσις

Data

{'headword_display': '<b>ἀποδειλίᾱσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀποδειλίᾱσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀποδειλιάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cowardice</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀποδειλίᾱσις'}