Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀποδατέομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδρᾱκα
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνῡμι
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίᾱσις
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειροτομέω
ἀποδείρω
ἀποδεκατόω
ἀποδέκομαι
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδέξασθαι
View word page
ἀποδεικτός
ἀποδεικτόςή όνadjἀποδείκνῡμι of a scientific truthdemonstratedby deduction in a syllogismArist.

ShortDef

demonstrable

Debugging

Headword:
ἀποδεικτός
Headword (normalized):
ἀποδεικτός
Headword (normalized/stripped):
αποδεικτος
IDX:
6871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6872
Key:
ἀποδεικτός

Data

{'headword_display': '<b>ἀποδεικτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀποδεικτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀποδείκνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a scientific truth</Indic><Tr>demonstrated<Expl>by deduction in a syllogism</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀποδεικτός'}