Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόδᾱμος
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀποδατέομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδρᾱκα
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνῡμι
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίᾱσις
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειροτομέω
ἀποδείρω
ἀποδεκατόω
ἀποδέκομαι
View word page
ἀπο-δειδίσσομαι
ἀποδειδίσσομαιep.mid.vb of a wide trenchfrighten offhorsesIl.tm.

ShortDef

to frighten away

Debugging

Headword:
ἀποδειδίσσομαι
Headword (normalized):
ἀποδειδίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδειδισσομαι
IDX:
6868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6869
Key:
ἀποδειδίσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-δειδίσσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>δειδίσσομαι</HL><PS>ep.mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a wide trench</Indic><Tr>frighten off</Tr><Obj>horses<Au>Il.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποδειδίσσομαι'}