Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποδᾱμέω
ἀπόδᾱμος
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀποδατέομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδρᾱκα
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνῡμι
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίᾱσις
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειροτομέω
ἀποδείρω
ἀποδεκατόω
View word page
ἀποδεής
ἀποδεήςέςadjἀποδέω2 of a shipdeficient, lackingin the number of its crew or the amount of its equipmentPlu.

ShortDef

wanting much, not fully manned

Debugging

Headword:
ἀποδεής
Headword (normalized):
ἀποδεής
Headword (normalized/stripped):
αποδεης
IDX:
6867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6868
Key:
ἀποδεής

Data

{'headword_display': '<b>ἀποδεής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀποδεής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀποδέω<Hm>2</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ship</Indic><Tr>deficient, lacking<Expl>in the number of its crew or the amount of its equipment</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀποδεής'}