Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀποδακρῡ́ω
ἀποδᾱμέω
ἀπόδᾱμος
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀποδατέομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδρᾱκα
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνῡμι
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίᾱσις
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειροτομέω
ἀποδείρω
View word page
ἀποδέδρᾱκα
ἀποδέδρᾱκα
pf.
see
ἀποδιδρᾱ́σκω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποδέδρᾱκα
Headword (normalized):
ἀποδέδρᾱκα
Headword (normalized/stripped):
αποδεδρακα
IDX:
6866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6867
Key:
ἀποδέδρᾱκα
Data
{'headword_display': '<b>ἀποδέδρᾱκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀποδέδρᾱκα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀποδιδρᾱ́σκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀποδέδρᾱκα'}