Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀπογυμνόω
ἀποδάκνω
ἀποδακρῡ́ω
ἀποδᾱμέω
ἀπόδᾱμος
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀποδατέομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδρᾱκα
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνῡμι
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίᾱσις
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
View word page
ἀποδέδεγμαι
1
ἀποδέδεγμαι
1
pf.mid.
see
ἀποδέχομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποδέδεγμαι
Headword (normalized):
ἀποδέδεγμαι
Headword (normalized/stripped):
αποδεδεγμαι
IDX:
6864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6865
Key:
ἀποδέδεγμαι_1
Data
{'headword_display': '<b>ἀποδέδεγμαι</b><sup>1</sup>', 'content': '<XE><RefFm>ἀποδέδεγμαι<Hm>1</Hm><LblR>pf.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀποδέχομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀποδέδεγμαι_1'}