Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπογυιόω
ἀπογυμνάζω
ἀπογυμνόω
ἀποδάκνω
ἀποδακρῡ́ω
ἀποδᾱμέω
ἀπόδᾱμος
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀποδατέομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδρᾱκα
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνῡμι
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίᾱσις
View word page
ἀποδασμός
ἀποδασμόςοῦm sectionw.gen.of a peopleTh.

ShortDef

a division, part of a whole

Debugging

Headword:
ἀποδασμός
Headword (normalized):
ἀποδασμός
Headword (normalized/stripped):
αποδασμος
IDX:
6862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6863
Key:
ἀποδασμός

Data

{'headword_display': '<b>ἀποδασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀποδασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>section<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a people</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀποδασμός'}