Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπογράφω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνάζω
ἀπογυμνόω
ἀποδάκνω
ἀποδακρῡ́ω
ἀποδᾱμέω
ἀπόδᾱμος
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀποδατέομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδρᾱκα
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνῡμι
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
View word page
ἀποδάσμιος
ἀποδάσμιοςονadjἀποδατέομαι of peopleseparated, living awayfr. their homelandHdt.

ShortDef

parted from the rest

Debugging

Headword:
ἀποδάσμιος
Headword (normalized):
ἀποδάσμιος
Headword (normalized/stripped):
αποδασμιος
IDX:
6861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6862
Key:
ἀποδάσμιος

Data

{'headword_display': '<b>ἀποδάσμιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀποδάσμιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀποδατέομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of people</Indic><Tr>separated, living away<Expl>fr. their homeland</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀποδάσμιος'}