Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπογραφή
ἀπογράφω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνάζω
ἀπογυμνόω
ἀποδάκνω
ἀποδακρῡ́ω
ἀποδᾱμέω
ἀπόδᾱμος
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀποδατέομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδρᾱκα
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνῡμι
ἀποδεικτικός
View word page
ἀπόδαρμα
ἀπόδαρμαατοςnἀποδέρω skin which has been flayedscalpHdt.

ShortDef

hide, scalp

Debugging

Headword:
ἀπόδαρμα
Headword (normalized):
ἀπόδαρμα
Headword (normalized/stripped):
αποδαρμα
IDX:
6860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6861
Key:
ἀπόδαρμα

Data

{'headword_display': '<b>ἀπόδαρμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπόδαρμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἀποδέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>skin which has been flayed</Def><Tr>scalp</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπόδαρμα'}